θώρι

θώρι
το (Μ θώρι)
όψη, θωριά
νεοελλ.
βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός < θωρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θώρι — το ιού 1. βλέμμα, ματιά. 2. όψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”